- κεφαλαίωμα
- κεφαλαίωμαsum totalneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεφαλαίωμα — κεφαλαίωμα, τὸ (Α) [κεφαλαιώ] 1. σύνολο, άθροισμα («πέντε μυριάδων τὸ κεφαλαίωμα τῶν γυναικῶν συνῆλθε», Ηρόδ.) 2. συλλογική έκφραση, συλλογικός λόγος («τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῡ ἐντρέχοντος κοινοῡ τοῑς πολλοῑς», Πρόκλ.) … Dictionary of Greek
κεφαλαιώματα — κεφαλαίωμα sum total neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԳԼԽԱՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0561 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 9c, 10c գ. ἁρχή, πρωτεία principatus, primatus Գահերիցութիւն. առաջին աստիճան պատուոյ. իշխանութիւն. ... *Որում պահէին զգլխաւորութիւն, զի ոչ գոյր անդրանիկն ʼի միջի. ՟Ա. Մնաց.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)